- φλέω
- Α1. είμαι εντελώς γεμάτος («δωμάτων φλεόντων ὑπέρφευ», Αισχύλ.)2. (κατά τον Ησύχ.) α) «φλεῖγέμει, εὐκαρπεῖ, πολυκαρπεῖ» β. «φλέοντας... φλυαροῦντας».[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλέω (< *φλέFω, πρβλ. πλέω < *πλέFω, ῥέω < *ῥέFω) ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζα *bhleu- «φουσκώνω, διογκώνω, πρήζομαι, κοχλάζω, ρέω», η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη, με *-F- / *-u-, μορφή τής ρίζας *bhel- «φουσκώνω» (πρβλ. φαλλός, βλ. και λ. φλύω). Το ρ. φλέω χρησιμοποιήθηκε με σημ. «είμαι γεμάτος με χυμό, είμαι ανθηρός» (πρβλ. φλόος «άνθηση», φλοιός [II] «χυμός», ὑπέρ-φλοιος, βλ. και λ. φλοιός [Ι]), αλλά και με σημ. «είμαι πλήρης, γεμάτος» (πρβλ. το ερμήνευμα τού Ησύχ. φλεῖγέμει) με μια σημασιολογική εξέλιξη (από την έννοια τού χυμού, τών υγρών που ρέουν, που ξεχειλίζουν, στην έννοια τής μεστότητας, τής αφθονίας), η οποία παρατηρείται και σε τ. άλλων γλωσσών (πρβλ. λατ. ab-undo, af-fluo, γερμ. uber-flieqen, αγγλ. over-flow). Το ρ. φλέω, εξάλλου, χρησιμοποιήθηκε μτφ. με σημ. «φλυαρώ» (πρβλ. και τους συγγενείς τ. φλέδων, φλήναφος, φλύω*, πιθ. παφλάζω)].
Dictionary of Greek. 2013.